πτυχῆς

πτυχῆς
πτυχή
layer
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ισοπτυχής — ἰσοπτυχής, ές (Α) αυτός που έχει ίσες πτυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πτυχής (< πτυχή), πρβλ. μαλακο πτυχής, περι πτυχής] …   Dictionary of Greek

  • καταπτυχής — καταπτυχής, ές (Α) αυτός που έχει πολλές πτυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πτυχής (< πτυχή), πρβλ. ισο πτυχής, περι πτυχής] …   Dictionary of Greek

  • μαλακοπτυχής — μαλακοπτυχής, ές (Α) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει μικρές πτυχές («περδίκων φασσῶν τε... παρεβάλλετο θερμά πολλά και μαλακοπτυχέων ἄρτων», Φιλόξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πτυχής (< πτύσσω), πρβλ. ισο πτυχής, περι πτυχής] …   Dictionary of Greek

  • πτύχωση — (Γεωλ.). Στη γεωλογία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο τα στρώματα των πετρωμάτων, υποκείμενα σε σύνθετες δυνάμεις, οι οποίες αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια των μεγάλων ορογενετικών κινήσεων του γήινου φλοιού, ανυψώνονται και πτυχώνονται,… …   Dictionary of Greek

  • περιπτυχής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που είναι τοποθετημένος γύρω από κάτι και τό σκεπάζει εντελώς («ἀλλά νιν περιπτυχεῑ φάρει καλύψω τῷδε παμπήδην», Σοφ.) 2. αυτός που έχει πέσει ολόκληρος γύρω ή πάνω σε κάτι («νεοσφαγὴς κεῑται, κρυφαίῳ φασγάνῳ… …   Dictionary of Greek

  • PRORA — extremitas est partis anterioris navigii: in qua inter προεμβολίδα et ἔμβολον statuebatur Parasemon, protome videl. alicuius animalis, a qua tota navis nomen accipiebat. Est autem τὸ ἔμβολον rostrum navis, super quod pars eminens in prora… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • διπτυχής — διπτυχής, ές (Α) δίπτυχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + πτυχής < πτυχή (πρβλ. ισοπτυχής, καταπτυχής)] …   Dictionary of Greek

  • ισοκλινής — ές (Α ἰσοκλινής, ές) αυτός που έχει ίση κλίση, αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο προς όλες τις πλευρές, ισόρροπος νεοελλ. 1. φυσ. αυτός που παρουσιάζει την ίδια μαγνητική έγκλιση («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» γραμμές πάνω σε χάρτη οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”